ξεψαρώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ξεψαρώνω
- παύω να είμαι ψαρωμένος, ξαναβρίσκω το θάρρος και το κουράγιο μου
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεψαρώνω | ξεψάρωνα | θα ξεψαρώνω | να ξεψαρώνω | ξεψαρώνοντας | |
β' ενικ. | ξεψαρώνεις | ξεψάρωνες | θα ξεψαρώνεις | να ξεψαρώνεις | ξεψάρωνε | |
γ' ενικ. | ξεψαρώνει | ξεψάρωνε | θα ξεψαρώνει | να ξεψαρώνει | ||
α' πληθ. | ξεψαρώνουμε | ξεψαρώναμε | θα ξεψαρώνουμε | να ξεψαρώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεψαρώνετε | ξεψαρώνατε | θα ξεψαρώνετε | να ξεψαρώνετε | ξεψαρώνετε | |
γ' πληθ. | ξεψαρώνουν(ε) | ξεψάρωναν ξεψαρώναν(ε) |
θα ξεψαρώνουν(ε) | να ξεψαρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεψάρωσα | θα ξεψαρώσω | να ξεψαρώσω | ξεψαρώσει | ||
β' ενικ. | ξεψάρωσες | θα ξεψαρώσεις | να ξεψαρώσεις | ξεψάρωσε | ||
γ' ενικ. | ξεψάρωσε | θα ξεψαρώσει | να ξεψαρώσει | |||
α' πληθ. | ξεψαρώσαμε | θα ξεψαρώσουμε | να ξεψαρώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεψαρώσατε | θα ξεψαρώσετε | να ξεψαρώσετε | ξεψαρώστε | ||
γ' πληθ. | ξεψάρωσαν ξεψαρώσαν(ε) |
θα ξεψαρώσουν(ε) | να ξεψαρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεψαρώσει | είχα ξεψαρώσει | θα έχω ξεψαρώσει | να έχω ξεψαρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεψαρώσει | είχες ξεψαρώσει | θα έχεις ξεψαρώσει | να έχεις ξεψαρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεψαρώσει | είχε ξεψαρώσει | θα έχει ξεψαρώσει | να έχει ξεψαρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεψαρώσει | είχαμε ξεψαρώσει | θα έχουμε ξεψαρώσει | να έχουμε ξεψαρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεψαρώσει | είχατε ξεψαρώσει | θα έχετε ξεψαρώσει | να έχετε ξεψαρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεψαρώσει | είχαν ξεψαρώσει | θα έχουν ξεψαρώσει | να έχουν ξεψαρώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεψαρώνω
|