Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχρεώνω < ξε + χρεώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεχρεώνω

  1. εξοφλώ χρέη (ξεχρεώνω εγώ)
  2. διαγράφω ένα αντικείμενο ή μια εργασία που είχα αναθέσει σε κάποιον είτε επειδή την ολοκλήρωσε είτε επειδή τη χρεώνω σε άλλον
  3. διαγράφω χρέος που είχε κάποιος σε εμένα (τον ξεχρεώνω)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία