Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεχείλωμα τα ξεχειλώματα
      γενική του ξεχειλώματος των ξεχειλωμάτων
    αιτιατική το ξεχείλωμα τα ξεχειλώματα
     κλητική ξεχείλωμα ξεχειλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχείλωμα < ξεχειλώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεχείλωμα ουδέτερο

  • το να χάνει ένα ύφασμα ή ιστός την ελαστικότητά του εξαιτίας έντονου τεντώματος και μετά να μην επανέρχεται στις αρχικές του διαστάσεις ή στο αρχικό του σχήμα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία