ξεχείλωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεχείλωμα < ξεχειλώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεχείλωμα ουδέτερο
- το να χάνει ένα ύφασμα ή ιστός την ελαστικότητά του εξαιτίας έντονου τεντώματος και μετά να μην επανέρχεται στις αρχικές του διαστάσεις ή στο αρχικό του σχήμα
Συνώνυμα επεξεργασία
- ξεκώλιασμα (χυδαίο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεχείλωμα
|