ξεφούρνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεφούρνισμα < ξεφουρνίζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεφούρνισμα ουδέτερο
- το βγάλσιμο από τον φούρνο
- (μεταφορικά) το να λέει κάποιος ξαφνικά (και ενδεχομένως άκαιρα) κάτι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φούρνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεφούρνισμα
|