Δείτε επίσης: ξεφτιλίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφιτιλίζω < ξε- + φιτίλ(ι) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεφιτιλίζω (παθητική φωνή: ξεφιτιλίζομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία