ξεσκονόπανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεσκονόπανο < ξεσκον(ίζω) + -ό- + παν(ί) + -ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεσκονόπανο ουδέτερο
- ειδικό ύφασμα για ξεσκόνισμα
- οποιοδήποτε ύφασμα για απομάκρυνση της σκόνης από επιφάνειες
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεσκονόπανο