Δείτε επίσης: ξέρω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kseˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐ρό
τονικό παρώνυμο: ξέρω

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξερό τα ξερά
      γενική του ξερού των ξερών
    αιτιατική το ξερό τα ξερά
     κλητική ξερό ξερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ξερό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ξερός. Δείτε και ξεράδι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξερό ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο, μειωτικό) το χέρι και σπανίως το πόδι
    Τράβα το ξερό σου
    Μην τολμήσεις να ξανασηκώσεις τα ξερά σου πάνω στο παιδί!

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ξερό: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ξερό