Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπροβάλλω < μεσαιωνική ελληνική < ξε και προβάλλω < ή από το ρήμα ἐκπροβάλλω ( (ελληνιστική κοινή), σήμαινε πετάω ή διώχνω) ή ἐκ και πρόβολος

  Ρήμα επεξεργασία

ξεπροβάλλω

  1. (για ανθρώπους) φανερώνομαι από κάπου
    Την είδε να ξεπροβάλλει μέσα από τα δέντρα, σαν...
  2. (για ιδέες, ενέργειες) αναδύομαι από κάποιες συνθήκες
    • ...καθώς ξεπρόβαλλαν κα άρχισαν να σχηματίζονται οι κοινωνικές επιστήμες, έτειναν να απομακρύνονται από τις στενές ανθρωπιστικές μελέτες από τις οποίες είχαν αναδυθεί
    • ...εκτός από το Λογγίνο και τον Πλούταρχο, όλοι οι Ελληνικοί Φωστήρες ξεπρόβαλλαν από την Ανατολή, που ήταν τότε η Νέα Ελλάδα (Αργύρης Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης)


Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας ξεπροβάλλω
Παρατατικός ξεπρόβαλλα
Μέλλοντας θα ξεπροβάλλω (διαρ.) και θα ξεπροβάλω (στιγ.)
Αόριστος ξεπρόβαλα
Παρακείμενος έχω ξεπροβάλει
Υπερσυντέλικος είχα ξεπροβάλει
Συντελ. Μέλλοντας θα έχω ξεπροβάλει
Μετοχές ξεπροβάλλοντας

  Μεταφράσεις επεξεργασία