Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπετιέμαι < ξεπετιοῦμαι

  Ρήμα επεξεργασία

ξεπετιέμαι και ξεπετάγομαι

  1. πετάγομαι ξαφνικά εκεί που δεν με περιμένουν ή χωρίς να αντιληφθούν ότι έχω πλησιάσει
  2. τινάζομαι απότομα όρθιος
  3. παρεμβαίνω ανάρμοστα, πετάγομαι και εκφέρω γνώμη εκεί που δεν μου την ζητούν αλλά και όπου δεν έχω αρμοδιότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία