ξεπέταγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεπέταγμα < ξεπετώ.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεπέταγμα ουδέτερο
- Η ολοκλήρωση της ανάπτυξης ενός παιδιού.
- Η γρήγορη διεκπεραίωση, επίλυση.
Tο ξεπέταγμα της άσκησης. - Η γρήγορη, εντυπωσιακή ώθηση.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της έδωσε το ξεπέταγμα που χρειαζότανε η καριέρα της.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεπέταγμα
|