ξενύχιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενύχιασμα < ξενυχιάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξενύχιασμα ουδέτερο
- ο πόνος στα νύχια όταν κάποιος πατάει κατά λάθος το πόδι ενός άλλου
- βασανιστήριο και εξαγωγή νυχιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξενύχιασμα
|