Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενυστάζω < ξε και νυστάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξενυστάζω

  • κάνω κάτι για να μου φυγει η νύστα

  Μεταφράσεις επεξεργασία