Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενισμός οι ξενισμοί
      γενική του ξενισμού των ξενισμών
    αιτιατική τον ξενισμό τους ξενισμούς
     κλητική ξενισμέ ξενισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενισμός < αρχαία ελληνικήξενισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενισμός αρσενικό

  1. ο μιμητισμός στις ξενικές συνήθεις, στη χρήση ξενικών φράσεων, όρων κ.λπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενισμός < ξένος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενισμός και ξενοσύνη

  1. παροχή φιλοξενίας, η υποδοχή ξένου

Συγγενικά επεξεργασία