ξενικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενικά < ξενικός
Επίρρημα επεξεργασία
ξενικά
- σχετικά με τους ξένους ή διαφορετικούς
- μιλώντας σε ξένη γλώσσα ή έχοντας ξενική προφορά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξενικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ξενικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξενικό