Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενερίζω < μεσαιωνική ελληνική ξε- + νερ(ό) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξενερίζω

  1. χάνω τον προσανατολισμό μου (για ψάρια)
  2. ξεπροβάλω από το νερό
  3. αλλάζω ή πετάω το νερό, στα πλαίσια της μαγειρικής, προκειμένου να ελαττωθεί η ένταση κάποιας γεύσης
    βάζουμε τα κρεμμύδια στο νερό από την προηγούμενη μέρα και τα ξενερίζουμε δύο ή τρεις φορές

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία