Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμυάλισμα τα ξεμυαλίσματα
      γενική του ξεμυαλίσματος των ξεμυαλισμάτων
    αιτιατική το ξεμυάλισμα τα ξεμυαλίσματα
     κλητική ξεμυάλισμα ξεμυαλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμυάλισμα < ξεμυαλίζω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεμυάλισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμυαλίζω, το να χάνει κανείς το μυαλό του παρασυρμένος από τη γοητεία κάποιου ή τις υποσχέσεις του

  Μεταφράσεις επεξεργασία