ξεμυάλισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεμυάλισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμυαλίζω, το να χάνει κανείς το μυαλό του παρασυρμένος από τη γοητεία κάποιου ή τις υποσχέσεις του
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεμυάλισμα
|