Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελασκάρισμα τα ξελασκαρίσματα
      γενική του ξελασκαρίσματος των ξελασκαρισμάτων
    αιτιατική το ξελασκάρισμα τα ξελασκαρίσματα
     κλητική ξελασκάρισμα ξελασκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελασκάρισμα < ξελασκάρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξελασκάρισμα ουδέτερο

  • η χαλάρωση μετά από ένταση εργασίας ή γενικά πιεστικών δραστηριοτήτων, το διάλειμμα μεταξύ υπχρεώσεων

  Μεταφράσεις επεξεργασία