Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελαρύγγισμα τα ξελαρυγγίσματα
      γενική του ξελαρυγγίσματος των ξελαρυγγισμάτων
    αιτιατική το ξελαρύγγισμα τα ξελαρυγγίσματα
     κλητική ξελαρύγγισμα ξελαρυγγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελαρύγγισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξελαρύγγισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία