ξεκωλάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεκωλάκι | τα | ξεκωλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ξεκωλάκι | τα | ξεκωλάκια |
κλητική | ξεκωλάκι | ξεκωλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεκωλάκι < ξέκωλ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐κω‐λά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεκωλάκι, ουδέτερο
- υποκοριστικό του ξέκωλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεκωλάκι
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξέκωλο |