Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ξεκουμπώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξεκουμπώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκουμπώνω
  3. θα ξεκουμπώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκουμπώνω