ξεκουμπίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεκουμπίζομαι < μεσαιωνική ελληνική ξεκουμπίζω < ίσως από ξε- και ἀκουμπῶ ίσως από το ἐξεκόμισα, τον αόριστο του ἐκκομίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.kumˈbi.zo.me/
Ρήμα επεξεργασία
ξεκουμπίζομαι
- απαλλάσσω κάποιον από την ενοχλητική παρουσία μου