Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκολλῶ < μεσαιωνική ελληνική ξεκολλῶ < ξε και κολλῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκολλῶ και ξεκολλάω

→ δείτε τη λέξη  ξεκολλώ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκολλῶ < < ξε και κολλῶ < αρχαία ελληνική κολλάω-κολλῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκολλῶ και ἀθότυρον

  1. αποσπώ κάτι βίαια, τραυματικά, όπως τα μέλη του σώματος
  2. (μεταφορικά) αποχωρίζομαι κάτι-κάποιον

Συγγενικά επεξεργασία