ξεκολλῶ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεκολλῶ < μεσαιωνική ελληνική ξεκολλῶ < ξε και κολλῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεκολλῶ και ξεκολλάω
- γραφή του ξεκολλώ στην καθαρεύουσα και γενικά πριν από την εφαρμογή του μονοτονικού
- → δείτε τη λέξη ξεκολλώ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεκολλῶ < < ξε και κολλῶ < αρχαία ελληνική κολλάω-κολλῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεκολλῶ και ἀθότυρον
- αποσπώ κάτι βίαια, τραυματικά, όπως τα μέλη του σώματος
- (μεταφορικά) αποχωρίζομαι κάτι-κάποιον