Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκατινιάζω < ξε- + κατινιάζω εκ του κατίνα (= ράχη)

ξεκατινιάζω

  1. εξαντλώ κάποιον τελείως από βάρος ή κούραση
  2. (μεταφορικά) ξεφτιλίζω κάποιον από το βάρος κατηγοριών που του αποδίδονται

  Μεταφράσεις

επεξεργασία