Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεθυμασμένος η ξεθυμασμένη το ξεθυμασμένο
      γενική του ξεθυμασμένου της ξεθυμασμένης του ξεθυμασμένου
    αιτιατική τον ξεθυμασμένο την ξεθυμασμένη το ξεθυμασμένο
     κλητική ξεθυμασμένε ξεθυμασμένη ξεθυμασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεθυμασμένοι οι ξεθυμασμένες τα ξεθυμασμένα
      γενική των ξεθυμασμένων των ξεθυμασμένων των ξεθυμασμένων
    αιτιατική τους ξεθυμασμένους τις ξεθυμασμένες τα ξεθυμασμένα
     κλητική ξεθυμασμένοι ξεθυμασμένες ξεθυμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεθυμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεθυμαίνω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεθυμασμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία