Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεζαλίζω < ξε- στερητικό + ζαλίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεζαλίζω, πρτ.: ξεζάλιζα, στ.μέλλ.: θα ξεζαλίσω, αόρ.: ξεζάλισα, παθ.φωνή: ξεζαλίζομαι, μτχ.π.π.: ξεζαλισμένος

  1. (μεταβατικό) διώχνω τη ζάλη από κάποιον
  2. (μέσης διάθεσης) ξεζαλίζομαι: μου φεύγει η ζάλη, ξεκαθαρίζει το μυαλό μου

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία