Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεγδέρνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεγδέρνω

  • προκαλώ επιφανειακές ζημιές στο δέρμα αφαιρώντας ένα μέρος του εξωτερικού στρώματός του, γδέρνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία