Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεβιράρισμα τα ξεβιραρίσματα
      γενική του ξεβιραρίσματος των ξεβιραρισμάτων
    αιτιατική το ξεβιράρισμα τα ξεβιραρίσματα
     κλητική ξεβιράρισμα ξεβιραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεβιράρισμα < ξεβιράρω, ξεβιραρισ- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεβιράρισμα ουδέτερο ('συνήθως στον ενικό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία