Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαπολώ < καθαρεύουσα ἐξαπολύω μεσαιωνική ελληνική ξαπολῶ και ἐξαπολῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ξαπολώ

  • εξαπολύω, ξαμολώ με επιθετικές ή αμυντικές προθέσεις σκυλιά ή κάτι που κανονικά πρέπει να ελέγχεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία