ξανθογένης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξανθογένης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξανθογένης < ξανθο- + -γένης.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksan.θoˈʝe.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θο‐γέ‐νης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξανθογένης αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξανθογένης
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξανθογένης < ξανθο- + -γένης < ξανθογένειος
Επίθετο επεξεργασία
ξανθογένης (αρσενικό, μόνο για άντρες)
- ο ξανθογένης
- άλλες μορφές: ξαθογένης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ξανθογένης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].