Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναφορμάρω < ξανά + φορμάρω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναφορμάρω

  1. ξαναδίνω την επιθυμητή φόρμα ή μορφή είτε με καλούπι (π.χ. στα γλυκά) είτε με χτένα (στα μαλλιά), είτε με ειδικη επεξεργασία (π.χ. στο καπέλο)
  2. επεξεργάζομαι ξανά το δίσκο του υπολογιστή

  Μεταφράσεις επεξεργασία