ξανατρέχω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ξανατρέχω
- τρέχω και πάλι
- μετά το ατύχημά του, όλος ο κόσμος νόμιζε ότι δεν θα ξανάτρεχε πια
- (πληροφορική) βάζω και πάλι ένα πρόγραμμα σε λειτουργία
- διόρθωσα το πρόγραμμά μου και το ξανάτρεξα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξανατρέχω
|