Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανασταυρώνομαι < ξανά και σταυρώνομαι

ξανασταυρώνομαι

  1. σταυρώνομαι για άλλη μια φορά
    Ο Χριστός ξανασταυρώνεται