Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανάστροφη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξανάστροφη θηλυκό

  • χτύπημα με την εξωτερική πλευρά της παλάμης στο πρόσωπο κάποιου
θα σου ρίξω μια ξανάστροφη για να μάθεις!

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία