Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαλεγράρω < (ξε-) ξ- και αλεγράρω

ξαλεγράρω

  • συνέρχομαι, ζωηρεύω, βελτιώνεται η διάθεσή μου, γίνομαι ξανά ζωηρός, νιώθω πιο ευχάριστα
    ※  Στα χωρικά ύδατα αποκλείεται να ξαλεγράρεις. Πρέπει να πάρεις πλοίο, να αράξεις κατάστρωμα, να κοιμηθείς στο βρωμερό σλίπινγκ μπαγκ και να ξυπνήσεις στην Ανάφη για να ξαλεγράρεις την σήμερον και πάλι δεν είναι σιγουράκι. (Το κορίτσι του διπλανού portal, Ο Ηρώδης στις πλαζ, protagon.gr, 11/7/2016 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία