ξαδερφούλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαδερφούλης < ξάδερφ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαδερφούλης αρσενικό
- μικρός σε ηλικία ξάδερφος
- τρυφερή ή ειρωνική έκφραση για τον εξάδελφο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαδερφούλης
|