ξαγοράρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαγοράρης μεσαιωνική ελληνική και ἐξαγοράρης < ξαγορευτής και ἐξηγορευτής < μεσαιωνική ελληνική ξαγορεύω και ἐξαγορεύω (εξομολογώ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksa.ɣoˈɾa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐γο‐ρά‐ρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαγοράρης αρσενικό
- (ιδιωματικό) ο εξομολογητής, ο πνευματικός
Συγγενικά επεξεργασία
- Ξαγοράρης (επώνυμο)
- ξαγορεύω
- ξαγορευτής