ξίπασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξίπασμα < ξιπάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξίπασμα ουδέτερο
- η πολύ μεγάλη ιδέα που έχει κάποιος για τον εαυτό του
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξίπασμα
→ δείτε τη λέξη έπαρση |