Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξήρανση οι ξηράνσεις
      γενική της ξήρανσης* των ξηράνσεων
    αιτιατική την ξήρανση τις ξηράνσεις
     κλητική ξήρανση ξηράνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξηράνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξήρανση < ξηραίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξήρανση θηλυκό

  1. η φυσική ή τεχνητή διαδικασία αφαίρεσης των υγρών από έναν φυτικό ή ζωικό ιστό
  2. η αποξήρανση μιας περιοχής

  Μεταφράσεις επεξεργασία