Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέφτισμα τα ξεφτίσματα
      γενική του ξεφτίσματος των ξεφτισμάτων
    αιτιατική το ξέφτισμα τα ξεφτίσματα
     κλητική ξέφτισμα ξεφτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέφτισμα < ξεφτίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξέφτισμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία του να διαλύεις τις ίνες ενός υφάσματος
  2. το αποτέλεσμα του ρήματος ξεφτίζω σε ένα ύφασμα
  3. (κατ’ επέκταση) η φθορά ιδεών, αξιών

  Μεταφράσεις επεξεργασία