Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νύμφευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
νύμφευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
νυμφεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
νυμφεύω