νόστιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νόστιμος | η | νόστιμη | το | νόστιμο |
γενική | του | νόστιμου | της | νόστιμης | του | νόστιμου |
αιτιατική | τον | νόστιμο | τη | νόστιμη | το | νόστιμο |
κλητική | νόστιμε | νόστιμη | νόστιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νόστιμοι | οι | νόστιμες | τα | νόστιμα |
γενική | των | νόστιμων | των | νόστιμων | των | νόστιμων |
αιτιατική | τους | νόστιμους | τις | νόστιμες | τα | νόστιμα |
κλητική | νόστιμοι | νόστιμες | νόστιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νόστιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νόστιμος (σχετικός με τον νόστο, την επιστροφή στην πατρίδα) ελληνιστική σημασία: ζουμερός, μεσαιωνική σημασία: νόστιμος < νόστος[1] < νόστος + -ιμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈno.sti.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νό‐στι‐μος
Επίθετο επεξεργασία
νόστιμος, -η, -ο, συγκριτικός : νοστιμότερος, υπερθετικός : νοστιμότατος
- αυτός που έχει πολύ ωραία γεύση
- (μεταφορικά) αυτός που είναι αρκετά όμορφος ή χαριτωμένος
- ↪ η κοπελίτσα αυτή είναι πολύ νόστιμη
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις νοσταλγία και νόστος
Μεταφράσεις επεξεργασία
με ωραία γεύση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νόστιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
νόστιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νόστιμος < νόστος + -ιμος
Επίθετο επεξεργασία
νόστιμος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀνοστάγρα
- ἀνοστάδα
- ἀνοστία, ἀνοστιά
- ἀνοστίζω
- ἄνοστος
- γλυκονόστιμος
- εὔνοστος, εὔμνοστος, ἔμνοστος, ὄμνοστος & συγγενικά
- κατανόστιμος
- κρινοτριανταφυλλόμνοστος
- νόστιμα
- νοστιμάδα
- νοστιμεύω
- νοστιμίζω
- νοστιμόγλυκα
- νοστιμότη
- νοστιμοῦμαι
- παγγλυκονοστίμευτος
- πανεύνοστος, πανέμνοστος
- παννόστιμος, πανονόστιμος
Πηγές επεξεργασία
- νόστιμος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
νόστιμος < νόστ(ος) + -ιμος[1] < νέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nes-
Επίθετο επεξεργασία
νόστῐμος, -ος, -ον, συγκριτικός : νοστιμώτερος, υπερθετικός : νοστιμώτατος
- που αφορά τον νόστο, την επιστροφή στην πατρίδα
- εκφράσεις: νόστιμον ἦμαρ
- που είναι ικανός να επιστρέψει στην πατρίδα, υγιής, ζωντανός
- (για φυτά) που δίνει μεγάλη παραγωγή
- θρεπτικός
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη νόστος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- νόστιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νόστιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.