νόνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νόνα | οι | νόνες |
γενική | της | νόνας | — | |
αιτιατική | τη | νόνα | τις | νόνες |
κλητική | νόνα | νόνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νόνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική nonna
Ουσιαστικό επεξεργασία
νόνα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
νόνα
→ δείτε τη λέξη γιαγιά