νωτιάς φθίσις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νωτιάς φθίσις < ελληνιστική κοινή νωτιάς φθίσις[1] < αρχαία ελληνική νῶτον + φθίσις
Ουσιαστικό επεξεργασία
νωτιάς φθίσις θηλυκό
- (ιατρική) νόσος που οφείλεται στη σύφιλη και εκδηλώνεται με αλλοίωση της ουσίας του νωτιαίου μυελού και άλλες ανεπιθύμητες εκδηλώσεις
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νωτιάς φθίσις
|
- ↑ νωτιάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.