Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νυχτώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νυχτώνω
  2. θα νυχτώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νυχτώνω