νυχτοκόπημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νυχτοκόπημα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του νυχτοκοπώ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νυχτοκόπημα
|
νυχτοκόπημα ουδέτερο
|