Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νυχτέρι τα νυχτέρια
      γενική του νυχτεριού των νυχτεριών
    αιτιατική το νυχτέρι τα νυχτέρια
     κλητική νυχτέρι νυχτέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυχτέρι < ελληνιστική κοινή νυκτέριον, ουδέτερο του νυκτέριος < αρχαία ελληνική νύξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νυχτέρι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) δραστηριότητα ή εργασία που γίνεται σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της νύχτας
  2. (λαϊκότροπο, ειδικότερα) ολονύχτιο γλέντι
  3. (οινολογία) είδος κρασιού

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία