νυχθήμερον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυχθήμερον < από το επίθετο νυχθήμερος, -α, -ον < νύξ + ἡμέρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
νυχθήμερον ουδέτερο
- εικοσιτετράωρο, η χρονική περίοδος που αντιστοιχεί στην αλληλοδιαδοχή μιας νύχτας και μιας μέρας