Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

νυμφαίοι

  1. νυμφαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. νυμφαίος, στην κλητική του πληθυντικού