ντουβάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντουβάρι | τα | ντουβάρια |
γενική | του | ντουβαριού | των | ντουβαριών |
αιτιατική | το | ντουβάρι | τα | ντουβάρια |
κλητική | ντουβάρι | ντουβάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντουβάρι ουδέτερο
- ο τοίχος
- (μεταφορικά) ο ανεπίδεκτος μαθήσεως