Δείτε επίσης: ντόρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντορός οι ντοροί
      γενική του ντορού των ντορών
    αιτιατική τον ντορό τους ντορούς
     κλητική ντορέ ντοροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντορός < τορός[1] < σλαβικής προέλευσης то̑р + -ός < πρωτοσλαβική *torъ (αυλάκι, τροχιά, ίχνος) (ή < αλβανική [2] torua / torue (ντορός, ίχνος) < πρωτοσλαβική *torove[3])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /doˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντο‐ρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντορός αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) ίχνος
  2. (λαϊκότροπο) ακολουθία πατημασιών (ανθρώπων ή ζώων / θηραμάτων)
  3. (λαϊκότροπο) δρομάκι που ανοίγουν στο χιόνι άτομα (ή ζώα ή αυτοκίνητα) που έχουν περάσει οηγουμένως

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. από συμπροφορά της αιτιατικής τον τορό→τοντορό→το ντορό→ο ντορός
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill.